κοιτωνίσκος

κοιτωνίσκος
κοιτων-ίσκος, , = foreg., Artem.4.46, Procop.Aed.1.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοιτωνίσκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτωνίσκος — ο (Α κοιτωνίσκος) νεοελλ. (στα πλοία) μικρό δωμάτιο ύπνου τών επιβατών, καμπίνα αρχ. μικρός κοιτώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτών + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. αστερ ίσκος, ορμ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • κοιτωνίσκοις — κοιτωνίσκος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτωνίσκον — κοιτωνίσκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτωνίσκου — κοιτωνίσκος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτωνίσκων — κοιτωνίσκος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτωνίσκῳ — κοιτωνίσκος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

  • χωρημάτιον — τὸ, Μ [χώρημα, ήματος] υποκορ. μικρός κοιτώνας, κοιτωνίσκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”